θυμουμένῃ

θυμουμένῃ
θῡμουμένῃ , θυμόω
make angry
pres part mp fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυμουμένη — θῡμουμένη , θυμόω make angry pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάσχετος — κατάσχετος, ον (Α) [κατέχω] (ποιητ. τ. αντί κάτοχος) 1. αυτός που τόν κατέχει ή τόν κρύβει κάποιος ή κάτι («μή τι και κατάσχετον κρυφή καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ», Σοφ.) 2. εμφορούμενος από κάτι («κατάσχετος κακίαις») 3. θεόπνευστος («κατάσχετος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”